- θεσκέλως
- θέσκελοςset in motion by Godadverbialθέσκελοςset in motion by Godmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέσκελος — θέσκελος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό 2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.). επίρρ... θεσκέλως (Α) με θαυμαστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό… … Dictionary of Greek